συνομήλικες

συνομήλικες
συνομή̱λικες , συνομῆλιξ
fellow
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… …   Dictionary of Greek

  • συνομήλικος — η, ο / συνομήλικος, ον, ΝΜ αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλον («καὶ πρώτην σὲ συνέκρινα στὲς συνομήλικές σου», Διγεν. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. συνομήλιξ, ήλικος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”